μακελεύω

μακελεύω
μακέλεψα, μακελεύτηκα, μακελεμένος
1. σφάζω: Μακέλεψαν πολλά πρόβατα.
2. το μέσ., μακελεύομαι τραυματίζομαι βαριά: Μακελεύτηκε σε τροχαίο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μακελεύω — μακελεύω, μακέλεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”