- μακελεύω
- μακέλεψα, μακελεύτηκα, μακελεμένος1. σφάζω: Μακέλεψαν πολλά πρόβατα.2. το μέσ., μακελεύομαι τραυματίζομαι βαριά: Μακελεύτηκε σε τροχαίο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.